I. ιθαγεν|ής <-ής, -ές> [iθajɛˈnis] ΕΠΊΘ
II. ιθαγεν|ής <-ής, -ές> [iθajɛˈnis] SUBST αρσ/θηλ
ανιθαγεν|ής <-ής, -ές> [aniθajɛˈnis] ΕΠΊΘ
ιθαγένεια [iθaˈjɛnia] SUBST θηλ
I. αναγενν|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [anajɛˈnɔ] VERB μεταβ ΧΗΜ
II. αναγεννώμαι VERB αυτοπ ρήμα
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.