Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ιδρύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ιδρύ|ω <-σα, -θηκα, -μένος> [iˈðriɔ] VERB μεταβ

ιδρύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский