Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ιγνύα , λιγνός , ιγνυακός και διανύω

ιγνύα [iɣˈnia] SUBST θηλ

δι|ανύω <-ένυσα, -ανύθηκα, -ανυμένος> [ðiaˈniɔ] VERB μεταβ

1. διανύω (απόσταση):

ιγνυακ|ός <-ή, -ό> [iɣniaˈkɔs] ΕΠΊΘ

λιγν|ός <-ή, -ό> [liɣˈnɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский