Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θυσανωτός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θυσανωτ|ός <-ή, -ό> [θisanɔˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. θυσανωτός (που μοιάζει με φούντα):

θυσανωτός

2. θυσανωτός (που φέρει φούντες):

θυσανωτός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский