Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θυρόφυλλο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θυρόφυλλο [θiˈrɔfilɔ] SUBST ουδ

θυρόφυλλο
Türflügel αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский