Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: θυμηδία , θυμώδης , θυμάρι , θυμικό , θυμιατό και θυμίαμα

θυμίαμα [θiˈmiama] SUBST ουδ

1. θυμίαμα (ρητίνη):

Weihrauch αρσ

2. θυμίαμα (θυμιάτισμα):

Beräuchern ουδ

3. θυμίαμα (κολακευτικός εγκωμιασμός):

θυμιατό [θimɲaˈtɔ] SUBST ουδ

θυμάρι [θiˈmari] SUBST ουδ

θυμώδ|ης <-ης, -ες> [θiˈmɔðis] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский