γραμματισμέν|ος <-η, -ο> [ɣramatizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ
αθρυμμάτιστ|ος <-η, -ο> [aθriˈmatistɔs] ΕΠΊΘ
1. αθρυμμάτιστος (βάζο):
2. αθρυμμάτιστος (ψωμί):
αναθεματισμέν|ος <-η, -ο> [anaθɛmatizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ
φανατισμέν|ος <-η, -ο> [fanatizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ
προβληματισμένος ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Αναζήτηση στο λεξικό
- θρόμβος
- θρόμβωση
- θρονιάζω
- θρόνος
- θρούμπι
- θρυμματισμένος
- θρυπτικότητα
- θρύψαλο
- θυγατέρα
- θυγατρικός
- θύελλα