θεωρητικ|ός <-ή, -ό> [θɛɔritiˈkɔs] ΕΠΊΘ
ευρετικ|ός <-ή, -ό> [ɛvrɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ
εφευρετικ|ός <-ή, -ό> [ɛfɛvrɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ
αναθεωρητικ|ός <-ή, -ό> [anaθɛɔritiˈkɔs] ΕΠΊΘ
1. αναθεωρητικός (που εξετάζει):
2. αναθεωρητικός (που τροποποιεί):
αιρετικ|ός <-ή, -ό> [ɛrɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.