Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θερινός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θεριν|ός <-ή, -ό> [θɛriˈnɔs] ΕΠΊΘ

θερινός
Sommer-
Sommerkurs αρσ
Sommerzeit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский