Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θαυματουργώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θαυματουργ|ώ <-είς, -ησα> [θavmaturˈɣɔ] VERB αμετάβ

1. θαυματουργώ (κάνω θαύματα):

θαυματουργώ

2. θαυματουργώ (κατορθώνω τα ακατόρθωτα):

θαυματουργώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский