Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ησυχάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ησυχά|ζω <-σα, -σμένος> [isiˈxazɔ] VERB μεταβ (καθησυχάζω)

II . ησυχά|ζω <-σα, -σμένος> [isiˈxazɔ] VERB αμετάβ

1. ησυχάζω (γίνομαι ήσυχος):

ησυχάζω

2. ησυχάζω (αναπαύομαι):

ησυχάζω

Παραδειγματικές φράσεις με ησυχάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский