Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζωντανεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ζωνταν|εύω <-εψα, -εμένος> [zɔndaˈnɛvɔ] VERB μεταβ

1. ζωντανεύω (δίνω ζωή):

ζωντανεύω

2. ζωντανεύω (ξαναφέρνω στη ζωή):

ζωντανεύω και μτφ

II . ζωνταν|εύω <-εψα, -εμένος> [zɔndaˈnɛvɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι ζωηρός)

ζωντανεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский