Ελληνικά » Γερμανικά

ζωικ|ός1 <-ή, -ό> [zɔiˈkɔs] ΕΠΊΘ (αναφερόμενος στη ζωή)

ζωικός
Lebens-
Lebenskraft θηλ

ζωικ|ός2 <-ή, -ό> [zɔiˈkɔs] ΕΠΊΘ (αναφερόμενος στα ζώα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский