ζητούμενο [ziˈtumɛnɔ] SUBST ουδ
1. ζητούμενο (αντικείμενο επιστημονικής έρευνας):
2. ζητούμενο (κύριο ζήτημα):
καταζητούμεν|ος <-η, -ο> [kataziˈtumɛnɔs] ΕΠΊΘ
κρατούμεν|ος (-η) [kraˈtumɛn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)
ασκούμεν|ος (-η) [asˈkumɛn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)
- ασκούμενος (-η)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Αναζήτηση στο λεξικό
- ζην
- ζήση
- ζήτα
- ζήτημα
- ζήτηση
- ζητούμενος
- ζήτω
- ζητώ
- ζητωκραυγάζω
- ζητωκραυγή
- ζιβάγκο