Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζημιώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ζημιώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [zimiˈɔnɔ] VERB μεταβ

1. ζημιώνω (προκαλώ ζημιά, βλάβη):

ζημιώνω

2. ζημιώνω (προκαλώ μειονέκτημα):

ζημιώνω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский