Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζαχαρωτό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ζαχαρωτό [zaxarɔˈtɔ] SUBST ουδ

1. ζαχαρωτό (κάθε είδους):

ζαχαρωτό
Süßigkeit θηλ

2. ζαχαρωτό (καραμέλα):

ζαχαρωτό
Bonbon αρσ o ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский