Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ευοδώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ευοδώ|νω <-σα, -θηκα> [ɛvɔˈðɔnɔ] VERB μεταβ

ευοδώνω

II . ευοδώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский