Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εταιρεία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εταιρεία [ɛtɛˈria] SUBST θηλ (ομάδα ανθρώπων με κοινό σκοπό, επιχείρηση)

εταιρεία
Gesellschaft θηλ
βιομηχανική εταιρεία
θυγατρική εταιρεία
εγγονή εταιρεία
αδελφή εταιρεία
μητρική εταιρεία
αεροπορική εταιρεία
αλιευτική εταιρεία
ανώνυμη εταιρεία
αποκτώσα εταιρεία
ασφαλιστική εταιρεία
αφανής εταιρεία
ελέγχουσα εταιρεία
εμπορική εταιρεία
εικονική εταιρεία
εξαρτημένη εταιρεία
επιστημονική εταιρεία
ετερόρρυθμη εταιρεία
κοινοπρακτική εταιρεία
λήπτρια εταιρεία
μονοπρόσωπη εταιρεία
μονοπρόσωπη εταιρεία
ναυτιλιακή εταιρεία
οικοδομική εταιρεία
ομόρρυθμη εταιρεία
off shore εταιρεία
Mischkonzern αρσ
εταιρεία χόλντι(ν)γκ
πολυεθνική εταιρεία
προσωπική εταιρεία
προσωπική εταιρεία
τραπεζική εταιρεία
Geldinstitut ουδ
υπεράκτια εταιρεία
φαρμακευτική εταιρεία
βιβλική εταιρεία θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με εταιρεία

εταιρεία θηλ διανομών
εταιρεία θηλ σεκιούριτι
εταιρεία θηλ φάκτοριγκ
εταιρεία θηλ ευκαιρίας ΟΙΚΟΝ
εταιρεία θηλ χρηματοδότησης
εταιρεία θηλ ζωοφίλων
εγγονή εταιρεία ΟΙΚΟΝ
ανώνυμη εταιρεία
αδελφή εταιρεία
προσωπική εταιρεία
μητρική εταιρεία
βιομηχανική εταιρεία
θυγατρική εταιρεία
αεροπορική εταιρεία
αλιευτική εταιρεία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский