Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εργαζόμενη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εργαζόμενος/εργαζόμενη αρσ/θηλ κατ' οίκον
Heimarbeiter(in) αρσ (θηλ)
λαθραία εργαζόμενος/εργαζόμενη
Schwarzarbeiter(in) αρσ (θηλ)
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „εργαζόμενη“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

εργαζόμενη θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский