εποφθαλμι|ώ <-άς> [ɛpɔfθalmiˈɔ] VERB μεταβ nur präs und imperf
εξοφθαλμία [ɛksɔfθalˈmia] SUBST θηλ ΙΑΤΡ
διοφθαλμικ|ός <-ή, -ό> [ðiɔfθalmiˈkɔs] ΕΠΊΘ
1. διοφθαλμικός ΒΙΟΛ:
2. διοφθαλμικός ΜΗΧΑΝΙΚΉ:
μεσοφθάλμι|ος <-α, -ο> [mɛsɔfˈθalmiɔs] ΕΠΊΘ
ενδοφθάλμι|ος <-α, -ο> [ɛnðɔfˈθalmiɔs] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.