Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επεξεργάζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επεξεργά|ζομαι <-στηκα, -σμένος> [ɛpɛksɛrˈɣazɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. επεξεργάζομαι (κείμενο κτλ):

επεξεργάζομαι

2. επεξεργάζομαι (επινοώ: σχέδιο):

επεξεργάζομαι

3. επεξεργάζομαι (υλικά):

επεξεργάζομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский