Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: επαρχιωτισμός , επαρχιώτικος , επαναστάτισσα , προδότισσα και επαρχιώτης

επαρχιωτισμός [ɛparçiɔtizˈmɔs] SUBST αρσ

επαρχιώτικ|ος <-η, -ο> [ɛparçiˈɔtikɔs] ΕΠΊΘ

επαναστάτης [ɛpanaˈstatis] SUBST αρσ, επαναστάτισσα [ɛpanaˈstatisa], επαναστάτρια [ɛpanaˈstatria] SUBST θηλ

επαρχιώτης (επαρχιώτισσα) [ɛparçiˈɔtis, ɛparçiˈɔtisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. επαρχιώτης:

επαρχιώτης (επαρχιώτισσα)
Provinzbewohner(in) αρσ (θηλ)

2. επαρχιώτης μειωτ:

επαρχιώτης (επαρχιώτισσα)
Provinzler(in) αρσ (θηλ)

προδότης [prɔˈðɔtis] SUBST αρσ, προδότρια [prɔˈðɔtria], προδότισσα [prɔˈðɔtisa] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский