Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επαναφέρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επαν|αφέρω <-έφερα [ή -άφερα] > [ɛpanaˈfɛrɔ] VERB μεταβ

1. επαναφέρω (φέρνω πίσω):

επαναφέρω

2. επαναφέρω (αποκατασταίνω):

επαναφέρω
επαναφέρω την τάξη
επαναφέρω κάποιον σε ένα αξίωμα
επαναφέρω κάτι στη μνήμη μου
επαναφέρω κάποιον στη ζωή

Παραδειγματικές φράσεις με επαναφέρω

επαναφέρω κάποιον στη ζωή
επαναφέρω την τάξη
επαναφέρω κάτι στη μνήμη μου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский