Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επαναπρόσληψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επαναπρόσληψ|η <-εις> [ɛpanaˈprɔzlipsi] SUBST θηλ (σε εργασία)

επαναπρόσληψη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский