εξωφρενικ|ός <-ή, -ό> [ɛksɔfrɛniˈkɔs] ΕΠΊΘ
1. εξωφρενικός (απαίτηση, ερώτηση, ισχυρισμός, τιμές):
2. εξωφρενικός (καπέλο):
εξωφρενισμός [ɛksɔfrɛnizˈmɔs] SUBST αρσ
1. εξωφρενισμός (παραλογισμός):
2. εξωφρενισμός (στην ενδυμασία):
βερόνικα SUBST
-
- Ehrenpreis αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.