Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξυφαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξυφ|αίνω <-ανα, -άνθηκα, -ασμένος> [ɛksiˈfɛnɔ] VERB μεταβ (κάτι το κακό)

εξυφαίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский