Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: εξορκιστής , ερπύστρια , εξορκισμός , εξοργιστικός , δράστρια και εξόριστος

εξορκιστής (εξορκίστρια) [ɛksɔrcisˈtis, ɛksɔrˈcistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

εξορκιστής (εξορκίστρια)
Exorzist(in) αρσ (θηλ)

εξορκισμός [ɛksɔrcizˈmɔs] SUBST αρσ (εναντίον κακών πνευμάτων)

ερπύστρια [ɛrˈpistria] SUBST θηλ

εξοργιστικ|ός <-ή, -ό> [ɛksɔrjistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

I . εξόριστ|ος <-η, -ο> [ɛˈksɔristɔs] ΕΠΊΘ

II . εξόριστ|ος <-η, -ο> [ɛˈksɔristɔs]

δράστης [ˈðrastis] SUBST αρσ, δράστιδα [ˈðrastiða], δράστρια [ˈðrastria] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский