Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξασκώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εξασκ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛksasˈkɔ] VERB μεταβ

1. εξασκώ (νου, μνήμη):

εξασκώ
εξασκώ τη μνήμη μου

2. εξασκώ (επάγγελμα, επιρροή, πίεση):

εξασκώ

3. εξασκώ (βία):

εξασκώ

ιδιωτισμοί:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский