Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξασθένηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξασθένηση

εξασθένηση s. εξασθένιση

Βλέπε και: εξασθένιση

εξασθένισ|η <-εις> [ɛksasˈθɛnisi] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский