Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξακοντίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξακοντί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛksakɔnˈdizɔ] VERB μεταβ

1. εξακοντίζω (βέλος):

εξακοντίζω

2. εξακοντίζω (ακόντιο):

εξακοντίζω

3. εξακοντίζω μτφ (βρισιές):

εξακοντίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский