Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξέλκωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξέλκωσ|η <-εις> [ɛˈksɛlkɔsi] SUBST θηλ

εξέλκωση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский