Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξάσκηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξάσκησ|η <-εις> [ɛˈksascisi] SUBST θηλ

1. εξάσκηση (στο πιάνο κτλ):

εξάσκηση
Übung θηλ
πρακτική εξάσκηση

2. εξάσκηση (επαγγέλματος, επιρροής):

εξάσκηση
Ausübung θηλ
εξάσκηση βίας

Παραδειγματικές φράσεις με εξάσκηση

εξάσκηση βίας
πρακτική εξάσκηση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский