Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εν μέρη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εν [ɛn] PREP +δοτ nur in festen Wortverbindungen gebräuchlich

Αρ-Εν-Έι [arɛˈnɛi] SUBST ουδ αμετάβλ ΒΙΟΛ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский