Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: εντολοδότης , εντομολογία , εντολοδόχος , εντομοκτόνο , εντούτοις και προδότρια

εντολοδότης (εντολοδότρια) [ɛndɔlɔˈðɔtis, ɛndɔlɔˈðɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

εντολοδότης (εντολοδότρια)
Auftraggeber(in) αρσ (θηλ)

εντολοδόχος [ɛndɔlɔˈðɔxɔs] SUBST mf

εντομολογία [ɛndɔmɔlɔˈjia] SUBST θηλ

προδότης [prɔˈðɔtis] SUBST αρσ, προδότρια [prɔˈðɔtria], προδότισσα [prɔˈðɔtisa] SUBST θηλ

εντούτοις [ɛnˈdutis] ΕΠΊΡΡ

εντομοκτόνο [ɛndɔmɔˈktɔnɔ] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский