Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εντολοδότης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εντολοδότης (εντολοδότρια) [ɛndɔlɔˈðɔtis, ɛndɔlɔˈðɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

εντολοδότης (εντολοδότρια)
Auftraggeber(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский