ενεργητικ|ός <-ή, -ό> [ɛnɛrjitiˈkɔs] ΕΠΊΘ
1. ενεργητικός (δραστήριος):
2. ενεργητικός (αποτελεσματικός):
ευεργετικ|ός <-ή, -ό> [ɛvɛrjɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ
ενεργειακ|ός <-ή, -ό> [ɛnɛrjiaˈkɔs] ΕΠΊΘ
ενεργητικό [ɛnɛrjitiˈkɔ] SUBST ουδ
1. ενεργητικό ΕΜΠΌΡ:
2. ενεργητικό ΙΑΤΡ:
βιοενεργητικ|ός <-ή, -ό> [viɔɛnɛrjitiˈkɔs] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.