Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενεργειακό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενεργειακό κενό ΤΕΧΝΟΛ
Energielücke θηλ
ενεργειακό απόθεμα
ενεργειακό κενό
Energielücke θηλ
ενεργειακό απόθεμα
ενεργειακό επίπεδο ΦΥΣ
Energieniveau ουδ
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „ενεργειακό“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

ενεργειακό πρόγραμμα ουδ
Energiereserve ΟΙΚΟΝ, ΟΙΚΟΛ
ενεργειακό απόθεμα ουδ
ενεργειακό κενό ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский