Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενδημικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενδημικ|ός <-ή, -ό> [ɛnðimiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ενδημικός (φυτά, πουλιά):

ενδημικός

2. ενδημικός ΙΑΤΡ:

ενδημικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский