Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενάγω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εν|άγω <-ήγαγα, -ήχθηκα> [ɛˈnaɣɔ] VERB μεταβ

ενάγω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский