Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εμφορούμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εμφορ|ούμαι <-ήθηκα> [ɛɱfɔˈrumɛ] VERB αυτοπ ρήμα

εμφορούμαι από κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский