Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εμφιάλωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εμφιάλωσ|η <-εις> [ɛɱfiˈalɔsi] SUBST θηλ

εμφιάλωση
Abfüllung θηλ
εμφιάλωση: (επιγραφή σε μπουκάλι)

Παραδειγματικές φράσεις με εμφιάλωση

εμφιάλωση: (επιγραφή σε μπουκάλι)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский