Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ερπύστρια , εμπρηστής , εμπρηστικός , βερμπαλίστρια , δράστρια και εμπρησμός

εμπρηστής (εμπρήστρια) [ɛmbrisˈtis, ɛmˈbristria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

εμπρηστής (εμπρήστρια)
Brandstifter(in) αρσ (θηλ)

ερπύστρια [ɛrˈpistria] SUBST θηλ

εμπρηστικ|ός <-ή, -ό> [ɛmbristiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εμπρηστικός (που προκαλεί φωτιά):

Brand-
Brandbombe θηλ
Brandwaffe θηλ

2. εμπρηστικός μτφ (άρθρο, λόγος):

βερμπαλιστής [vɛrbalisˈtis] SUBST αρσ, βερμπαλίστρια [vɛrbaˈlistria] SUBST θηλ

εμπρησμός [ɛmbrizˈmɔs] SUBST αρσ

δράστης [ˈðrastis] SUBST αρσ, δράστιδα [ˈðrastiða], δράστρια [ˈðrastria] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский