Ελληνικά » Γερμανικά

εμπορομεσίτης (εμπορομεσίτρια) [ɛmbɔrɔmɛˈsitis, ɛmbɔrɔmɛˈsitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

εμπορομεσίτης (εμπορομεσίτρια)
Handelsmakler(in) αρσ (θηλ)

εμποροκρατία [ɛmbɔrɔkraˈtia] SUBST θηλ, εμποροκρατισμός [ɛmbɔrɔkratizˈmɔs] SUBST αρσ

εμποροκιβώτιο [ɛmbɔrɔciˈvɔtiɔ] SUBST ουδ

μεσίτης [mɛˈsitis] SUBST αρσ, μεσίτρα [mɛˈsitra], μεσίτρια [mɛˈsitria] SUBST θηλ

1. μεσίτης (γενικά):

Vermittler(in) αρσ (θηλ)

ασφαλειομεσίτης [asfaliɔmɛˈsitis] SUBST αρσ, ασφαλειομεσίτρα [asfaliɔmɛˈsitra], ασφαλειομεσίτρια [asfaliɔmɛˈsitria] SUBST θηλ

εμποροδικείο [ɛmbɔrɔðiˈciɔ] SUBST ουδ

εμποροκράτ|ης (-ισσα) [ɛmbɔrɔˈkrat|is, -isa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Merkantilist(in) αρσ (θηλ)

εμποροτράπεζα [ɛmbɔrɔˈtrapɛza] SUBST θηλ

εμπορεύ|ομαι <-τηκα> [ɛmbɔˈrɛvɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

εμπορικότητα [ɛmbɔriˈkɔtita] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский