Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εμπορεύματα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εποχι(α)κά εμπορεύματα
Saisonwaren θηλ πλ
επιστραφέντα εμπορεύματα
zurückgesandte Waren θηλ πλ
Wareneingang αρσ ενικ
βαγόνι για εμπορεύματα
Güterwagen αρσ
τα παραδοτέα εμπορεύματα
die zu liefernden Waren θηλ πλ
βαγόνι ουδ για εμπορεύματα
Güterwagen αρσ
εμπορεύματα ουδ πλ για πώληση ή επιστροφή
Kommissionsware θηλ ενικ
εμπορεύματα ουδ πλ για εμπόρευμα ή επιστροφή
Kommissionsware θηλ ενικ
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „εμπορεύματα“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

φθηνά εμπορεύματα ουδ πλ
heiße Ware οικ
λαθραία εμπορεύματα
εγχώρια εμπορεύματα
διαμετακομιζόμενα εμπορεύματα ουδ πλ
λαθραία (εμπορεύματα) ουδ
αποθηκεύσιμα εμπορεύματα
Ersatzwaren ΝΟΜ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
ισοδύναμα εμπορεύματα ουδ πλ
ανταλλάξιμα εμπορεύματα
διαλαλώ εμπορεύματα
εμπορεύματα ουδ πλ προς εξαγωγή
δάνειο ουδ με ενέχυρο χρεόγραφα ή εμπορεύματα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский