Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ελπίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ελπί|ζω <-σα> [ɛlˈpizɔ] VERB αμετάβ

Παραδειγματικές φράσεις με ελπίζω

θέλω να ελπίζω ότι
ελπίζω σε κάτι
auf etw αιτ hoffen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский