Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ελαία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ελαία

ελαία s. ελιά

Βλέπε και: ελιά

ελιά [ɛˈʎa] SUBST θηλ

1. ελιά (δέντρο):

Olivenbaum αρσ

2. ελιά (καρπός):

Olive θηλ
Oliven θηλ πλ aus Kalamata
Kalamata-Oliven θηλ πλ

3. ελιά (στο δέρμα):

Muttermal ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με ελαία

tierische Fette ουδ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский