Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκτονώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εκτονώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛktɔˈnɔnɔ] VERB μεταβ

εκτονώνω

II . εκτονώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. εκτονώνομαι (ψυχαγωγούμαι):

2. εκτονώνομαι (αποφορτίζομαι, ξεσπώ):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский