I. εκτείνω <εξέτεινα, εκτάθηκα, εκτεταμένος> [ɛkˈtinɔ] VERB μεταβ
1. εκτείνω (απλώνω):
εκτελ|ώ <-είς, -εσα, -έστηκα, -εσμένος> [ɛktɛˈlɔ] VERB μεταβ
4. εκτελώ ΝΟΜ (απόφαση):
5. εκτελώ (θανατώνω):
εκτεν|ής <-ής, -ές> [ɛktɛˈnis] ΕΠΊΘ (περιγραφή, αναφορά)
I. κρεμ|ώ [krɛˈmɔ], κρεμ|νώ [krɛmˈnɔ] <-άς, -ασα, -άστηκα, -ασμένος> VERB μεταβ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.