Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: εκκλησία , έκκληση , έγκληση , εκκλησίασμα , εκλύω , εκκλησιασμός και εκκινώ

έκκλησ|η <-εις> [ˈɛklisi] SUBST θηλ

έγκλησ|η <-εις> [ˈɛŋglisi] SUBST θηλ ΝΟΜ

εκκλησίασμα [ɛkliˈsiazma] SUBST ουδ

εκκινώ

εκκινώ s. ξεκινώ

Βλέπε και: ξεκινώ

ξεκιν|ώ <-άς, -ησα> [ksɛciˈnɔ] VERB αμετάβ

1. ξεκινώ (για ταξίδι, οδοιπορία):

2. ξεκινώ (με όχημα):

3. ξεκινώ (αρχίζω):

εκκλησιασμός [ɛklisiazˈmɔs] SUBST αρσ

εκλύ|ω <-θηκα> [ɛˈkliɔ] ΦΥΣ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский