Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκκενώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκκενώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛcɛˈnɔnɔ] VERB μεταβ

1. εκκενώνω (κάνω άδειο):

εκκενώνω

2. εκκενώνω (αίθουσα, διαμέρισμα):

εκκενώνω

3. εκκενώνω ΣΤΡΑΤ (περιοχή, πόλη):

εκκενώνω

4. εκκενώνω (όπλο):

εκκενώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский